- αμηνολόγητος
- -η, -ο1. αυτός που δεν φέρει χρονολογική ένδειξη ως προς τον μήνα2. ο δίχως χρονολογία, αχρονολόγητος3. (γυναίκα) με άτακτη εμμηνόρροια.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + μηνολογώ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμηνολόγητος — η, ο αυτός που χρονολογείται χωρίς να αναφέρεται ο μήνας: Το έγγραφο είναι αμηνολόγητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)